Στην αποβάθρα του σιδηροδρομικού σταθμού σε μια μικρή πόλη μαζευόταν κόσμος. Άνθρωποι με βαλίτσες κοιτούσαν την παρέα που έκανε θόρυβο δίπλα. Κάποιον αποχαιρετούσαν για τον στρατό.
Ένας άντρας με μπαγλαμά έπαιζε κάτι ξέφρενο, κάποιος του τραγουδούσε, χόρευαν, ενώ άλλοι έκλαιγαν. Και όλοι στην παρέα κοιτούσαν τον πρωταγωνιστή, έναν νέο άντρα. Ψηλός, γερός, με έναν μεγάλο σάκο στην πλάτη, όλο και απαντούσε σε κάποιον, έγνεφε καταφατικά, υποσχόταν κάτι, ενώ με το ένα χέρι κρατούσε κοντά του μια εύθραυστη κοπέλα, που, κουλουριασμένη στο στήθος του, έκλαιγε σιγά.
Με το άλλο χέρι, ο νεαρός αγκάλιαζε μια γυναίκα μεσαίας ηλικίας, η οποία, αν και προσπαθούσε να κρατηθεί, τα δάκρυα έτρεχαν προδοτικά από τα μάτια της. Δίπλα στεκόταν άλλος ένας άντρας, που περιοδικά χτυπούσε τον νεαρό στην πλάτη. Η μητέρα, ο πατέρας και η κοπέλα του μελλοντικού στρατιώτη ήθελαν να σταματήσει ο χρόνος αυτή τη στιγμή.
Και τότε ακούστηκε ο ήχος του ηλεκτρικού συρμού. Η παρέα ακινητοποιήθηκε, ο μπαγλαμάς σωπασε. Και όταν το τρένο άρχισε να φρενάρει στον σταθμό, όλοι τους με προσοχή μέτρησαν τα βαγόνια.

«Να το δικό μας!» – φώναξε ένας από τα αγόρια της παρέας. «Αντόχ! Ακριβώς όπως το θέλαμε!» Το σωστό βαγόνι πράγματι σταμάτησε κοντά στην θορυβώδη παρέα. Όλοι έτρεξαν να αγκαλιάσουν και να φιλήσουν τον νεαρό.
«Υπηρετήστε, γιε μου, με τιμή!» – είπε ο πατέρας. Η μητέρα έκλαψε, αγκαλιάζοντας σφιχτά τον γιο, και η κοπέλα από την άλλη πλευρά κρεμόταν από τον νεαρό. «Φτάνει πια, αγαπημένοι μου!» – είπε με τρεμάμενη φωνή ο νεαρός.
«Μαμά! Νάστια! Όλα θα πάνε καλά! Φεύγω!» Και, αφού φίλησε τη μητέρα και την κοπέλα, τους έκανε νόημα και μπήκε στο βαγόνι. Και όταν το τρένο άρχισε να παίρνει ταχύτητα και να απομακρύνεται, όλη η παρέα κούνησε τα χέρια τους. Ο νεαρός κοίταξε έξω από το παράθυρο και τους έκανε και αυτός νόημα.
Σύντομα το τρένο ανέπτυξε ταχύτητα και, με ένα θριαμβευτικό ηχόχρωμα, η ηλεκτρική μηχανή τράβηξε το συρμό σε μακρινούς τόπους. Η Νάστια, η κοπέλα, εξακολουθούσε να στέκεται και να κοιτάζει πίσω. Και η γυναίκα, που είχε κλάψει στο στήθος του νεαρού, επίσης.
Και τότε ξαφνικά αντάμωσαν τα βλέμματά τους. «Τι κοιτάς;» – είπε σιγά η γυναίκα. «Πήγαινε πια! Αλλά μην νομίζεις ότι ο Αντώνης θα γυρίσει σε σένα!» «Τι λέτε, Τάτιανα Σεργκέεβνα;» – απάντησε επίσης σιγά η κοπέλα.
«Αγαπάω τον γιο σας και θα τον περιμένω!» «Θα τον περιμένει!» – απάντησε η μητέρα με θυμό. «Είσαι το ίδιο λασποπόδι με τη μητέρα σου! Πήγαινε να κουνήσεις την ουρά σου αλλού!» «Και για τον Αντώνη μου ξεχάστε τον!» Ήθελε να πει κάτι άλλο, κάτι που θα πλήγωνε την κοπέλα. Αλλά ο άντρας της την αγκάλιασε από τους ώμους και την οδήγησε μακριά από την αποβάθρα.
Η Τάτιανα Σεργκέεβνα υπάκουσε και προχώρησε, αφήνοντας να κυλήσει ένα ακόμα δάκρυ. «Κόλια!» – ακούστηκε η πονεμένη φωνή της. «Βλέπω τι είναι!» «Δεν του ταιριάζει, Αντόνια μας την διάλεξε!» – είπε κάπως ντροπιασμένος ο Νικόλαος…